- πυρίληπτος
- πῠρί-ληπτος, ον,A seized by fire, πεδία π. volcanic country, Str.12.2.7;
πέτραι Id.16.2.44
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέτραι Id.16.2.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίληπτος — ον, Α αυτός που άρπαξε, που πήρε φωτιά («πυρίληπτα πεδία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος, νυμφό ληπτος] … Dictionary of Greek
πυρίληπτα — πυρίληπτος seized by fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίληπτοι — πυρίληπτος seized by fire masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek